κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων..

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες


Μια εικόνα δύο ανδρών στα μαύρα που χάνονται μέσα στο φως του ξημερώματος σε μια στοά στο κέντρο της Αθήνας. Δύο άνδρες, δύο φίλοι που βαδίζουν μαζί στη ζωή και στο θάνατο. Γύρω από αυτούς, πόρνες, άνθρωποι της νύχτας, ενεχυροδανειστές, αρχαιοκάπηλοι, οικιακές βοηθοί και κυρίως όμορφες γυναίκες που θα τους θρυματίσουν την καρδιά. Αυτός είναι ο κινηματογραφικός κόσμος μέσα στον οποίο κινούνται "Οι Αισθηματίες" του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ένας κόσμος σαγηνευτικός αλλά και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνος. 
Δεν ξέρω αν η ταινία δικαίωσε την προσδοκία του σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα φιλμ νουάρ υπό το φως του αττικού ουρανού. Σε κάθε περίπτωση,  "Οι Αισθηματίες" είναι μια ταινία που μιλάει για τα πιο απλά και ταυτόχρονα περίπλοκα πράγματα που συνθέτουν το θαύμα της ζωής: τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δυνατές φιλίες, τη "βίαιη" ηλικία της εφηβείας, τον παραλογισμό του έρωτα, αλλά και την τρυφερή αγάπη. Μια βόλτα με τη μηχανή στην παραλιακή και την Πατησίων, ένα παγωτό χωνάκι από καντίνα, τα φώτα της Ακρόπολης που σβήνουν, μια νύχτα με τo κορίτσι των ονείρων σου στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου. Μικρές στιγμές ευτυχίας, σαν μικρές τελίτσες στο μεγάλο κάδρο που λέγεται Αθήνα, ένα τόσο γνώριμο αστικό τοπίο που το βράδυ ως διά μαγείας μεταμορφώνεται σε  σκηνικό εξωτικό. "Οι Αισθηματίες" θέλουν να πάρουν το ρίσκο, να τα ζήσουν όλα στo όριο, να βιώσουν τα πιο έντονα συναισθήματα. Πάντα όμως θα παραμονεύει ο κίνδυνος να "φάνε τα μούτρα τους", να "καούν". Πάντα θα παραμονεύει ο θάνατος. Τι είναι, όμως, η ζωή, αν όχι ένα μεγάλο ρίσκο;
"Oι Αισθηματίες" δεν είναι η ταινία που θα σε κερδίσει για το σενάριο της. Όχι ότι είναι κακό, ίσα -ίσα στο δεύτερο μέρος η πλοκή πυκνώνει και επιταχύνεται, θυμίζοντας όλο και περισσότερο τη δομή ενός συμβατικού φιλμ νουάρ. Το δυνατό χαρτί της ταινίας, αν μη τι άλλο, είναι  αυτοί οι γοητευτικοί χαρακτήρες, οι ρομαντικοί παράνομοι, τα "κακά" παιδιά που όλοι θα θέλαμε, κατά βάθος, να είμαστε αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε. Όλοι αυτοί κινούνται μέσα στην ατμόσφαιρα που με μαεστρία ο Τριανταφυλλίδης και οι συνεργάτες του έχτισαν, με μια εξαιρετική κινηματογράφηση γνώριμων, περισσότερο ή λιγότερο, γωνιών της Αθήνας και με μια παλέτα από μουσικές που κινούνται από τραγούδια του μεσοπολέμου, μέχρι το ελληνικό new wave και τους Κόρε Υδρο, ως ένα αόρατο νήμα που συνδέει γενιές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.


Στον αντίποδα του "weird wave", ο Τριανταφυλλίδης έφτιαξε μια ταινία με κλασσικά κινηματογραφικά υλικά, με ένα δυνατό  πρωταγωνιστικό δίδυμο και με ένα στόρι φαινομενικά απλό, μέσα από το οποίο, όμως, προσπαθεί να "μιλήσει" για όλες τις αγωνίες που κατατρέχουν τους  ανθρώπους. Ακόμη και το θέμα της πίστης μπαίνει, όταν ο ένας από τους κατά τα άλλα "σκληρούς" της υπόθεσης, καταφεύγει σε μια εκκλησία με διάθεση να εξομολογηθεί, αν και την τελευταία στιγμή το μετανιώνει. Ολόκληρη η ταινία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο μελαγχολικό βλέμμα του σπουδαίου Τάκη Μόσχου, ο οποίος ενσαρκώνει τον μοναχικό, απομονωμένο στη βίλα του αστό που τα έχει όλα και τίποτα ταυτόχρονα και προσπαθεί διαρκώς να αντιπαλέψει τη ματαιότητα της ύπαρξης. Τόσο στην ταινία, όσο και στη ζωή, οι άνθρωποι και δη οι αισθηματίες δεν έχουν κάτι άλλο από το ρομαντισμό τους για να αντέξουν τη σκληρότητα του κόσμου στον οποίο είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρεθούν.