Η
φετινή επέτειος της δολοφονίας του
Αλέξανδου Γρηγορόπουλου με βρήκε να
περπατώ στην “άγρια” πλευρά της πόλης,
εκεί που οι πολυκατοικίες είναι τόσο
πυκνές που το βλέμμα αδυνατεί, συχνά,
να συναντήσει τον ορίζοντα. Βαδίζοντας
γρήγορα προκειμένου να αντιμετωπίσω
το τσουχτερό κρύο, “πιάνω” φευγαλέες
εικόνες καθημερινότητας. Τους αλλοδαπούς
έφηβους μαθητές να επιστρέφουν σπίτι
από την απογευματινή βόλτα, τα μικρά
συνοικιακά μαγαζιά με τον υποτονικό
φωτισμό, κάποια άλλα ύποπτα καφέ-μπαρ
με φαιδρή διακόσμηση και ακόμη πιο
αστεία ονόματα, περίεργες φιγούερς να
στέκονται σε σκοτεινές γωνιές,
περιμένοντας, ποιος ξέρει τι. Στον τοίχο
ένα σύνθημα γράφει : “κρίση σημαίνει
μισοί μισθοί και διπλάσιοι μπάτσοι”.
Αναλογιζόμενος
το νόημα του συνθήματος, η σκέψη μου
κάνει φλας μπακ στην δεκατία που
μεσολάβασε από την δολοφονία του
Αλέξανδρου. Η Ιστορία, αν μη τι άλλο, δεν
είναι μόνο η καταγραφή κάποιων συμβάντων
από δημοσιογράφους και επιστήμονες,
αλλά ο τρόπος που ο καθένας μας βιώνει
ή και συμμετέχει στα γεγονότα. Από την
δολοφονία του Γρηγορόπουλου κύλησε
πολύ νερό στ'αυλάκι. Η κρίση ήρθε στη
ζωή μας και την άλλαξε δραματικά, άνθρωποι
έφυγαν από την χώρα, άλλοι συνεχίζουν
να παλεύουν εδώ, άλλοι κατάφεραν να
προχωρήσουν στη ζωή τους και αρκετοί
έπεσαν σε κατάθλιψη. Η δολοφονία που
συντελέστηκε στην καρδιά της ζωντανότερης,
ίσως, γειτονιάς της Αθήνας έμοιαζε με
το τέλος, την ταφόπλακα μιας περιόδου
γενικευμένης – αν και κάλπικης- ανεμελιάς
στην μετα-ολυμπιακή Ελλάδα. Για όσους
από εμάς είμασταν τότε εικοσηπεντάρηδες
– τριαντάρηδες σήμαινε τον αποχαιρετισμό
στην ξεγνοιασιά της φοιτητικής ζωής
και το πέρασμα σε μια δύσκολη, όπως
αποδείχθηκε, ενηλικίωση. Ένα μήνα μετά
τα γεγονότα του Δεκέμβρη, έπαιρνα τον
δρόμο για το κέντρο κατατάξης νεοσύλλεκτων
στην Πάτρα.
Είναι
Παρασκευή βράδυ και οι δρόμοι είναι
γεμάτοι κόσμο, παρά το κρύο. Αφήνω πίσω
βιαστικά την Πλατεία Αμερικής και
προχωρώ προς Βικτώρια. Η όψη αυτών των
περιοχών μοιάζει να έχει “παγώσει”
κάπου στα τέλη των eighties, τότε που οι
κάτοικοι τις εγκατέλειπαν μαζικά για
καλύτερες περιοχές στα προάστια, και
στη θέση τους έρχονταν οι μετανάστες
που ζητούσαν φτηνή στέγη στο κέντρο. Το
βλέμμα μου διασταυρώνεται με ανθρώπους
του μεροκάματου και με λούμπεν στοιχεία
που ξημεροδιαβάζονται σε καφέ –
τυροπυτάδικα της συμφοράς, καπνίζοντας
το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Η πόλη
φαίνεται να μην έχει ξεπεράσει το σοκ
της κρίσης, αλλά μάλλον έχει πέσει μέσα
σε αυτή και έχει μάθει να επιπλέει, να
μην βυθίζεται.
Η Πλατεία
Βικτωρίας είναι τυλιγμένη σε ένα πέπλο
υγρασίας το οποίο μαζί με τον εορταστικό
φωτισμό δημιουργεί ένα υποβλητικό
σκηνικό. Δύο κλούβες των Ματ και πολλοί
ακόμη αστυνομικοί βρίσκονται σε επιφυλακή
για παν ενδεχόμενο, ενώ στα παγκάκια
στην κάτω πλευρά της πλατείας , πρόσφυγες,
άστεγοι και αργόσχολοι έχουν φτιάξει
το δικό τους στέκι. Ο περισσότερος κόσμος
με τα λιγοστά ψώνια της Παρασκευής
τρέχει να χωθεί βιαστικά στον υπόγειο.
Ένας νεαρός που μοιράζει φυλλάδια για
το χαρτζιλίκι είναι ο μοναδικός που
μοιάζει να το διασκεδάζει, αψηφώντας
τόσο το κρύο, όσο και το απαξιωτικό
βλέμμα των αστυνομικών. Ίσως εκείνη την
στιγμή θα ήθελε να είναι στην πορεία
για τον Αλέξανδρο, ακόμη πιο πολύ να
βρίσκεται με την κοπέλα και τους φίλους
κάπου έξω και να πίνουν τσίπουρα.
Περνώντας δίπλα του τον ακούω να τραγουδά
με όξω φωνή, σαν να μην τον νοιάζει
τίποτα: “Hρθε και κατακάθισε πάνω μου
σαν σεντόνι, όλη της γης η σκόνη, ολη της
γης η σκόνη...”.
Κατεβαίνω
τα σκαλιά που οδηγούν στον ηλεκτρικό
χαμογελαστός. Τα χρόνια περνούν και
εμείς είμαστε ακόμη εδώ, η πλατεία
Βικτωρίας είναι ίδια όπως την θυμάμαι
από τότε που πήγαινα φροντιστήριο, οι
μπάτσοι είναι ακόμη πολλοί και αχώνευτοι,
όπως πολλές είναι και οι όμορφες κοπέλες
στο τραίνο. Μου έρχονται στο νου οι
στίχοι από το ποίημα του Χ.Λάσκαρη: “ούτε
ευτυχισμένος, ούτε δυστυχισμένος, απλώς
μια επιφάνεια που πάνω της κάνει τσουλήθρα
ο χρόνος”.
(Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα "Εποχή". Ο τίτλος του κειμένου είναι δάνειο από το τραγούδι "Διάφανος" του Θ.Παπακωνσταντίνου)