κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων..

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Τα δώρα






       


Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δύο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
                                                             
(Mίλτος Σαχτούρης, Παραλογαίς, 1948)




                                                  

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Εurope, after the rain





 Η καινούρια Ευρώπη γεννήθηκε από μια τεράστια ήττα που όμοιά της δεν έχει ξαναυπάρξει στην ιστορία της. Πρώτη φορά νικήθηκε η Ευρώπη, η Ευρώπη αυτή καθαυτή, ολόκληρη η Ευρώπη. Πρώτα νικήθηκε από την τρέλα του δικού της Κακού, που το ενσάρκωνε η Ναζιστική Γερμανία, και έπειτα απελευθερώθηκε από τη μια πλευρά από την Αμερική και από την άλλη από τη Ρωσία. Απελευθερώθηκε και κατακτήθηκε. Δεν το λέω ειρωνικά. Είναι σωστές οι λέξεις, και οι δύο. Στη σύζευξή τους έγκειται ο μοναδικός χαρακτηρας αυτής της κατάστασης. Η ύπαρξη των αντιστασιακών (των παρτιζάνων) που πολέμησαν παντού κατά των Γερμανών δεν άλλαξε σε τίποτα το ουσιώδες: καμία χώρα της Ευρώπης (της Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τις Βαλτικές χώρες) δεν απελευθερώθηκε από τις δικές τις δυνάμεις.
(Καμία; Κι όμως. Η Γιουγκοσλαβία. Από τους δικούς της παρτιζάνους. Γι'αυτό και χρειάστηκε να βομβαρδίσουν το 1999 σερβικές πόλεις εβδομάδες ολόκληρες: για να επιβάλουν, εκ των υστέρων, το στάτους του νικημένου ακόμα και σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης.)

Μίλαν Κούντερα, "Η Συνάντηση". μτφ Γιάννης Η.Χάρης, ΕΣΤΙΑ


         
                                               
                                         

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Γενέθλια πόλη







Στον Κώστα Λαχανίδη (γνωστότερος με το ψευδώνυμο "Λαχάς") άρεσε ιδιαίτερα να περιδιαβαίνει, ως γνήσιος flaneur, στους δρόμους, τα στενά και τις πλατείες, τα κουτούκια, τα καφέ, τα στέκια της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη των ποιητών και των συγγραφέων, του Γιώργου Ιωάννου, του Χριστιανόπουλου, του Πεντζίκη και του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Σαββόπουλου. Aκόμη,  η Θεσσαλονίκη που αγαπήσαμε μέσα από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, αλλά και την υπέροχη "Γενέθλια πόλη" του Τάκη Παπαγιαννίδη. Και βέβαια, η Θεσσαλονίκη που γνωρίσαμε και περπατήσαμε, στο "Ολύμπιον" και στις αποβάθρες του Φεστιβάλ, σε ένα ηλιόλουστο καφέ στη Ναυαρίνου, στα δισκάδικά της, στα τσιπουράδικα της περιοχής της  Ροτόντας και του Μπιτ Παζάρ.
Αυτή η Θεσσαλονίκη, όμορφη και μελαγχολική, αποτυπωνόταν και στους στίχους του Κώστα Λαχά. Ένα από τα ωραιότερά του ποιήματα, τον "Τυμβωρύχο", μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, πρώτα με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη και αργότερα του Μητροπάνου.


                                                   



υ.γ. αφορμή για αυτή τη σύντομη ανάρτηση αποτέλεσε η κυκλοφορία του συλλογικού έργου "Θεσσαλονίκη 1912-2012" σε επιμέλεια του Θωμά Κοροβίνη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο:  http://pandoxeio.com/2015/03/04/thessaloniki1912_2012/                                             



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες


Μια εικόνα δύο ανδρών στα μαύρα που χάνονται μέσα στο φως του ξημερώματος σε μια στοά στο κέντρο της Αθήνας. Δύο άνδρες, δύο φίλοι που βαδίζουν μαζί στη ζωή και στο θάνατο. Γύρω από αυτούς, πόρνες, άνθρωποι της νύχτας, ενεχυροδανειστές, αρχαιοκάπηλοι, οικιακές βοηθοί και κυρίως όμορφες γυναίκες που θα τους θρυματίσουν την καρδιά. Αυτός είναι ο κινηματογραφικός κόσμος μέσα στον οποίο κινούνται "Οι Αισθηματίες" του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ένας κόσμος σαγηνευτικός αλλά και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνος. 
Δεν ξέρω αν η ταινία δικαίωσε την προσδοκία του σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα φιλμ νουάρ υπό το φως του αττικού ουρανού. Σε κάθε περίπτωση,  "Οι Αισθηματίες" είναι μια ταινία που μιλάει για τα πιο απλά και ταυτόχρονα περίπλοκα πράγματα που συνθέτουν το θαύμα της ζωής: τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δυνατές φιλίες, τη "βίαιη" ηλικία της εφηβείας, τον παραλογισμό του έρωτα, αλλά και την τρυφερή αγάπη. Μια βόλτα με τη μηχανή στην παραλιακή και την Πατησίων, ένα παγωτό χωνάκι από καντίνα, τα φώτα της Ακρόπολης που σβήνουν, μια νύχτα με τo κορίτσι των ονείρων σου στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου. Μικρές στιγμές ευτυχίας, σαν μικρές τελίτσες στο μεγάλο κάδρο που λέγεται Αθήνα, ένα τόσο γνώριμο αστικό τοπίο που το βράδυ ως διά μαγείας μεταμορφώνεται σε  σκηνικό εξωτικό. "Οι Αισθηματίες" θέλουν να πάρουν το ρίσκο, να τα ζήσουν όλα στo όριο, να βιώσουν τα πιο έντονα συναισθήματα. Πάντα όμως θα παραμονεύει ο κίνδυνος να "φάνε τα μούτρα τους", να "καούν". Πάντα θα παραμονεύει ο θάνατος. Τι είναι, όμως, η ζωή, αν όχι ένα μεγάλο ρίσκο;
"Oι Αισθηματίες" δεν είναι η ταινία που θα σε κερδίσει για το σενάριο της. Όχι ότι είναι κακό, ίσα -ίσα στο δεύτερο μέρος η πλοκή πυκνώνει και επιταχύνεται, θυμίζοντας όλο και περισσότερο τη δομή ενός συμβατικού φιλμ νουάρ. Το δυνατό χαρτί της ταινίας, αν μη τι άλλο, είναι  αυτοί οι γοητευτικοί χαρακτήρες, οι ρομαντικοί παράνομοι, τα "κακά" παιδιά που όλοι θα θέλαμε, κατά βάθος, να είμαστε αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε. Όλοι αυτοί κινούνται μέσα στην ατμόσφαιρα που με μαεστρία ο Τριανταφυλλίδης και οι συνεργάτες του έχτισαν, με μια εξαιρετική κινηματογράφηση γνώριμων, περισσότερο ή λιγότερο, γωνιών της Αθήνας και με μια παλέτα από μουσικές που κινούνται από τραγούδια του μεσοπολέμου, μέχρι το ελληνικό new wave και τους Κόρε Υδρο, ως ένα αόρατο νήμα που συνδέει γενιές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.


Στον αντίποδα του "weird wave", ο Τριανταφυλλίδης έφτιαξε μια ταινία με κλασσικά κινηματογραφικά υλικά, με ένα δυνατό  πρωταγωνιστικό δίδυμο και με ένα στόρι φαινομενικά απλό, μέσα από το οποίο, όμως, προσπαθεί να "μιλήσει" για όλες τις αγωνίες που κατατρέχουν τους  ανθρώπους. Ακόμη και το θέμα της πίστης μπαίνει, όταν ο ένας από τους κατά τα άλλα "σκληρούς" της υπόθεσης, καταφεύγει σε μια εκκλησία με διάθεση να εξομολογηθεί, αν και την τελευταία στιγμή το μετανιώνει. Ολόκληρη η ταινία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο μελαγχολικό βλέμμα του σπουδαίου Τάκη Μόσχου, ο οποίος ενσαρκώνει τον μοναχικό, απομονωμένο στη βίλα του αστό που τα έχει όλα και τίποτα ταυτόχρονα και προσπαθεί διαρκώς να αντιπαλέψει τη ματαιότητα της ύπαρξης. Τόσο στην ταινία, όσο και στη ζωή, οι άνθρωποι και δη οι αισθηματίες δεν έχουν κάτι άλλο από το ρομαντισμό τους για να αντέξουν τη σκληρότητα του κόσμου στον οποίο είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρεθούν. 

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Songs to the siren


Aν οι άγγελοι είχαν φωνή και τραγουδούσαν, οι φωνές τους θα ηχούσαν κάπως σαν τον
Tim Buckley....          


                                       

       ή, πάλι, σαν τη φωνή της Elisabeth (Liz) Fraser...




                                         

       και ακόμη, ίσως, κάπως σαν τον Brendan Perry....



                                       

                                     
                                       
                           http://www.theguardian.com/music/2011/nov/17/song-to-the-siren-classic

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ντίνος Χριστιανόπουλος / Τρία ποιήματα



    


ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Σε γνώρισα στην Εκθεση, μέσα στα φώτα,
μέσα στον κόσμο, στο πολύ κολλητήρι,
κι αμέσως σου πρότεινα να πάμε σε καμιά ερημιά.

Μα εσύ είχες έρθει από το χωριό για διασκέδαση˙
έπρεπε να ανεβούμε στ'αυτοκινητάκια,
να πάρουμε παγωτό, να μπούμε στο σπίτι του τρόμου,
να σε κεράσω σάντουιτς και μάυρη μπύρα,
να σ'αγοράσω κανένα τσακμάκι για ενθύμιο.

Δε σκέφτηκα πως ήσουν μπουχτισμένος από ερημιές.


ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Τις νύχτες μες στο βρώμικο λιμάνι
σβήνει απ΄τα αυτιά μου η προδομένη μουσική.

Μα το απομεσήμερο, όταν σχολούνε τα παιδιά,
στήνω καρτέρι για τα πιο ωραία μάτια,
και τότε σβήνουν οι σκληρές φωνές εντός μου,
ξεχνώ τα ξένα γόνατα και τους αυχένες,
λιγότερο επικίνδυνη νιώθω τη μοναξιά μου
κι ακούω ξανά την προδομένη μουσική.


Η ΑΓΚΙΔΑ

Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε ;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δεν βγαίνει :
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.



( Από τη συλλογή "Ποιήματα", Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1985. Η φωτογραφία είναι του Ανδρεά Μπέλια)





Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Mέρες αδέσποτες



                                     

                                     





"Μέρες αδέσποτες" λέει ένα παλαιότερο τραγούδι των Συνήθων Υπόπτων. Κάπως έτσι νιώθω ότι κυλάνε αυτές οι πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου. Σαν όλα να βρίσκονται σε μια κατάσταση "pause" και όλοι να περιμένουν το επόμενο βήμα, την επόμενη κίνηση, μια ευκαιρία ή μια γνωριμία που θα τους φέρει πιο κοντά σε ό,τι ονειρεύονται, από τα πιο απλά, καθημερινά ως τα πιο μακρόπνοα πλάνα και όνειρα. To ζήτημα είναι πόσο αντέχει κάποιος να παραμένει σε κατάσταση αναμονής και ταυτόχρονα να συνεχίσει να προσπαθεί καθημερινά, όσο γύρω μας οι αφορμές αισιοδοξίας και ελπίδας φαίνονται να εξανεμίζονται. Για να το γενικέυσω και να δώσω και την πολιτική διάσταση του πράγματος, μετά από τόσες θυσίες του απλού κόσμου, έχω την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ, αλλά, αντίθετα, η κρίση και η αναπόφευκτη απόγνωση μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται βίωμα των περισσότερων από εμάς που έστω, κουτσά - στραβά και ανήκοντες στη μεσαία τάξη είχαμε μάθει να την "παλεύουμε" με λίγα και καλά. Τώρα που βλέπουμε ότι ζοριζόμαστε να πάρουμε ένα πακέτο τσιγάρα ή να παραγγείλουμε δεύτερο ποτό, που θέλουμε να κάνουμε τόσα πράγματα που, ευτυχώς, προσφέρει ακόμη η μητρόπολη Αθήνα, αλλά αναγκαζόμαστε να αυτοπεριοριζόμαστε και μοιραία να κλεινόμαστε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Για δε δυνατότητα αυτονόμησης και αυτάρκειας, ούτε λόγος να γίνεται...

Επιστρέφοντας πάλι στη μεγάλη εικόνα και στην πολιτική επικαιρότητα, όλοι δείχνουν να περιμένουν το φαινόμενο Σύριζα που και αυτό βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής, περιμένοντας να αδράξει την εξουσία. Μάλιστα, πρόσφατα η νεολαία Σύριζα είχε και το φεστιβάλ της, όπου αρκετοί συμπαθείς δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, όπως ο Νίκος Ξυδάκης της Καθημερινής είδαν κάτι καινούριο, ελπιδοφόρο να γεννιέται, κάτι που μπορεί να φέρει την πολυπόθητη "αλλαγή" (άλλη μια ταλαιπωρημένη έννοια). Δεν πήγα στο φεστιβάλ όχι γιατί σνομπάρω τις πολιτικές νεολαίες, ίσα-ίσα. Απλά, πιστεύω ότι ακόμη και αυτές οι γιορτές δεν είναι παρά σύντομα ευχάριστα διαλείμματα σε μια γενικότερη κατάσταση πολιτικής αποχαύνωσης, ήττας και αδιαφορίας. Αν και φύσει αισιόδοξος, εκτιμώ ότι αυτή την περίοδο δεν υπάρχει καμμιά σοβαρή διαδικασία, ζύμωση, φορέας που να μπορεί να κινητοποιήσει τους πάρα πολλούς ανένταχτους, προοδευτικούς αριστερούς ανθρώπους αυτής της χώρας, δημιουργώντας ένας ισχυρό λαικό κίνημα που, συνακόλουθα, θα επιφέρει τις απαραίτητες ανατροπές, χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την εκλογική διαδικασία.

Όλα αυτά με κάνουν να αναλογιστώ ότι μοιραία, ο καθένας από εμάς που έχει τις παραπάνω ή ανάλογες ανησυχίες, τρέχει να βρει καταφύγιο στους μικρόκοσμούς του: παρέες, στέκια, μια συναυλία, μια βόλτα με καφέ σε πλαστικό στους δρόμους του κέντρου, βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, μικρά αλλά σημαντικά εγχειρήματα όπως ένας καινούριος εκδοτικός οίκος ή ένα αυτοδιαχειριζόμενο ραδιόφωνο. Ίσως μόνο εκεί να μπορούμε να στηριχτούμε για όσο καιρό συνεχίζεται αυτή η κατάσταση αναμονής, προσδοκώντας πάντως και παλεύοντας για ο,τιδήποτε νέο και όμορφο, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.


υ.γ. η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη από εδώ http://www.lifo.gr/guide/cultureblogs/magic-circus/32437