κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων..

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Έφοδος στον "Ουρανό"










Υπάρχουν ταινίες που επειδή αφορούν τον τόπο σου, μιλάνε τη γλώσσα που μιλάς και περιγράφουν καταστάσεις που έχεις ακούσει σε αφηγήσεις συγγενών, παππούδων και γιαγιάδων, μοιραία αποκτούν ένα παραπάνω συναιθηματικό φορτίο και σου μένουν για πάντα στο μυαλό, σαν κάποιες εικόνες απο ταξίδια της παιδικής ηλικίας που κουβαλάς διαρκώς μαζί σου, στο πέρασμα των χρόνων.
Mία από αυτές είναι και ο "Ουρανός" του Τάκη Κανελλόπουλου. Ενός Θεσσαλονικιού σκηνοθέτη άρρηκτα δεμένου με τον τόπο καταγωγής του, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και μοναχικός καβαλάρης - αμετανόητα ρομαντικός καλλιτέχνης σε μια εποχή ακραιφνούς πολιτικοποίησης.
Στην πρώτη του αυτή ταινία (1962) αποτυπώνει το ζοφερό κλίμα του πολέμου, βιωμένο μέσα από την ιστορία των ανώνυμων φαντάρων του αλβανικού μετώπου. Μια ιστορία που σε καμμία περίπτωση δεν θυμίζει το αφήγημα της εποπιείας του ΄40 που καλλιεργήθηκε από τις πρώτες κυβερνήσεις μετά τον εμφύλιο και φτάνει έως τις μέρες μας. Εδώ δεν εξυμνείται ο ηρωισμός των στρατιωτών (αυτός θεωρείται δεδομένος από το σκηνοθέτη), όσο σκιαγραφείται η οδύσσεια  του κάθε έναν από αυτούς, με ό,τι αγωνίες κουβαλούσαν μαζί τους πηγαίνοντας στο μέτωπο  και με ό,τι άφηναν πίσω στην πατρίδα. Άλλος την οικογένειά του, άλλος μια ερωτική ιστορία, το σπίτι και τη γειτονιά τους, τα όνειρα που έκαναν για τη ζωή. Τα πρόσωπα αυτά, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, γίνονται  τα ιδανικά πιόνια στην κρεατομηχανή του πολέμου ("να σκοτώνονται οι λαοί για τ'άφέντη το φαί," όπως έγραφε ο Βάρναλης). Συγκλονιστική είναι η αντιπαράθεση των σκληρών σκηνών στο μέτωπο με την πανηγυρική ατμόσφαιρα που επικράτησε στην πρωτεύουσα με την αναγγελία του πολέμου και τους λόγους του δικτάτορα Μεταξά με μια λαοθάλασσα από κάτω να τον επικροτεί (από ντοκουμέντα της εποχής).
Μια πρωτοποριακή σύλληψη του Κανελλόπουλου στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι σε κανένα σημείο δεν γίνεται ορατός ο εχθρός, απλά υπονοείται. Σε μια από τις ωραιότερες σκηνές στην ταινία οι Ελληνες φαντάροι ξυπνούν υπό τους ήχους ενός γερμανικού εμβατηρίου. Γίνεται έτσι σαφές ότι το μέτωπο έχει πέσει και οι Γερμανοί προελαύνουν. Όσοι έχουν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί πρέπει να γυρίσουν πίσω με τα πόδια, ταπεινωμένοι και δειρωτώμενοι κατά πόσο άξιζε όλος αυτός ο εφιάλτης που βίωσαν.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την καταπληκτική φωτογραφία της ταινίας. Τα πρόσωπα των στρατιωτών, οι εκφράσεις τους τονίζονται με τρόπο μοναδικό, με κοντινά της κάμερας, έχοντας για background τα σκληρά, άχαρα βουνά της Μακεδονίας και της Αλβανίας. Κάποια κάδρα μπορούμε να πούμε ότι είναι,  δίχως υπερβολή, εφάμιλλα αυτών του Ταρκόφσκι. Eξαιρετική είναι, επίσης, και η λιτή, μίνιμαλ σχεδόν μουσική του Αργύρη Κουνάδη που γίνεται ένα, θαρρείς, με το ασπρόμαυρο τοπίο.
Στον πόλεμο, όλοι είναι ίσοι απέναντι στο θάνατο, όλοι εξισώνονται. Σε μια δύσκολη για τη μεταπολεμική Ελλάδα περίοδο (αρχές δεκαετίας του ΄60) ο Κανελλόπουλος επιλέγει ένα εξίσου δύσκολο θέμα για να μιλήσει για τις τύχες των απλών ανθρώπων. Ο λυρισμός που διαπερνά την ταινία αγγίζει τα όρια του μελώ, χωρίς, όμως,  τελικά να γίνεται. Η σκηνοθεσία του αναδεικνύει μια οπτική της Ιστορίας όπου δίνεται περισσότερο έμφαση στο προσωπικό/ατομικό και λιγότερο στο συλλογικό. Χωρίς ίχνος διδακτισμόυ, μας "αναγκάζει" να ξανασκεφτούμε έννοιες όπως "πατρίδα", "μητρική γη", "φιλία", ανθρώπινοι δεσμοί, που τόσο έχουν απονοηματοδοτηθεί στις μέρες μας.


υ.γ. είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία στην "Ιριδα". Παρ'όλα αυτά για όποιον ενδιαφέρεται υπάρχει και στο youtube

                                           
                                               
     
                                         


Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Τα δώρα






       


Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δύο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
                                                             
(Mίλτος Σαχτούρης, Παραλογαίς, 1948)




                                                  

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Εurope, after the rain





 Η καινούρια Ευρώπη γεννήθηκε από μια τεράστια ήττα που όμοιά της δεν έχει ξαναυπάρξει στην ιστορία της. Πρώτη φορά νικήθηκε η Ευρώπη, η Ευρώπη αυτή καθαυτή, ολόκληρη η Ευρώπη. Πρώτα νικήθηκε από την τρέλα του δικού της Κακού, που το ενσάρκωνε η Ναζιστική Γερμανία, και έπειτα απελευθερώθηκε από τη μια πλευρά από την Αμερική και από την άλλη από τη Ρωσία. Απελευθερώθηκε και κατακτήθηκε. Δεν το λέω ειρωνικά. Είναι σωστές οι λέξεις, και οι δύο. Στη σύζευξή τους έγκειται ο μοναδικός χαρακτηρας αυτής της κατάστασης. Η ύπαρξη των αντιστασιακών (των παρτιζάνων) που πολέμησαν παντού κατά των Γερμανών δεν άλλαξε σε τίποτα το ουσιώδες: καμία χώρα της Ευρώπης (της Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τις Βαλτικές χώρες) δεν απελευθερώθηκε από τις δικές τις δυνάμεις.
(Καμία; Κι όμως. Η Γιουγκοσλαβία. Από τους δικούς της παρτιζάνους. Γι'αυτό και χρειάστηκε να βομβαρδίσουν το 1999 σερβικές πόλεις εβδομάδες ολόκληρες: για να επιβάλουν, εκ των υστέρων, το στάτους του νικημένου ακόμα και σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης.)

Μίλαν Κούντερα, "Η Συνάντηση". μτφ Γιάννης Η.Χάρης, ΕΣΤΙΑ


         
                                               
                                         

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Γενέθλια πόλη







Στον Κώστα Λαχανίδη (γνωστότερος με το ψευδώνυμο "Λαχάς") άρεσε ιδιαίτερα να περιδιαβαίνει, ως γνήσιος flaneur, στους δρόμους, τα στενά και τις πλατείες, τα κουτούκια, τα καφέ, τα στέκια της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη των ποιητών και των συγγραφέων, του Γιώργου Ιωάννου, του Χριστιανόπουλου, του Πεντζίκη και του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Σαββόπουλου. Aκόμη,  η Θεσσαλονίκη που αγαπήσαμε μέσα από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, αλλά και την υπέροχη "Γενέθλια πόλη" του Τάκη Παπαγιαννίδη. Και βέβαια, η Θεσσαλονίκη που γνωρίσαμε και περπατήσαμε, στο "Ολύμπιον" και στις αποβάθρες του Φεστιβάλ, σε ένα ηλιόλουστο καφέ στη Ναυαρίνου, στα δισκάδικά της, στα τσιπουράδικα της περιοχής της  Ροτόντας και του Μπιτ Παζάρ.
Αυτή η Θεσσαλονίκη, όμορφη και μελαγχολική, αποτυπωνόταν και στους στίχους του Κώστα Λαχά. Ένα από τα ωραιότερά του ποιήματα, τον "Τυμβωρύχο", μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, πρώτα με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη και αργότερα του Μητροπάνου.


                                                   



υ.γ. αφορμή για αυτή τη σύντομη ανάρτηση αποτέλεσε η κυκλοφορία του συλλογικού έργου "Θεσσαλονίκη 1912-2012" σε επιμέλεια του Θωμά Κοροβίνη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο:  http://pandoxeio.com/2015/03/04/thessaloniki1912_2012/                                             



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες


Μια εικόνα δύο ανδρών στα μαύρα που χάνονται μέσα στο φως του ξημερώματος σε μια στοά στο κέντρο της Αθήνας. Δύο άνδρες, δύο φίλοι που βαδίζουν μαζί στη ζωή και στο θάνατο. Γύρω από αυτούς, πόρνες, άνθρωποι της νύχτας, ενεχυροδανειστές, αρχαιοκάπηλοι, οικιακές βοηθοί και κυρίως όμορφες γυναίκες που θα τους θρυματίσουν την καρδιά. Αυτός είναι ο κινηματογραφικός κόσμος μέσα στον οποίο κινούνται "Οι Αισθηματίες" του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ένας κόσμος σαγηνευτικός αλλά και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνος. 
Δεν ξέρω αν η ταινία δικαίωσε την προσδοκία του σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα φιλμ νουάρ υπό το φως του αττικού ουρανού. Σε κάθε περίπτωση,  "Οι Αισθηματίες" είναι μια ταινία που μιλάει για τα πιο απλά και ταυτόχρονα περίπλοκα πράγματα που συνθέτουν το θαύμα της ζωής: τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δυνατές φιλίες, τη "βίαιη" ηλικία της εφηβείας, τον παραλογισμό του έρωτα, αλλά και την τρυφερή αγάπη. Μια βόλτα με τη μηχανή στην παραλιακή και την Πατησίων, ένα παγωτό χωνάκι από καντίνα, τα φώτα της Ακρόπολης που σβήνουν, μια νύχτα με τo κορίτσι των ονείρων σου στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου. Μικρές στιγμές ευτυχίας, σαν μικρές τελίτσες στο μεγάλο κάδρο που λέγεται Αθήνα, ένα τόσο γνώριμο αστικό τοπίο που το βράδυ ως διά μαγείας μεταμορφώνεται σε  σκηνικό εξωτικό. "Οι Αισθηματίες" θέλουν να πάρουν το ρίσκο, να τα ζήσουν όλα στo όριο, να βιώσουν τα πιο έντονα συναισθήματα. Πάντα όμως θα παραμονεύει ο κίνδυνος να "φάνε τα μούτρα τους", να "καούν". Πάντα θα παραμονεύει ο θάνατος. Τι είναι, όμως, η ζωή, αν όχι ένα μεγάλο ρίσκο;
"Oι Αισθηματίες" δεν είναι η ταινία που θα σε κερδίσει για το σενάριο της. Όχι ότι είναι κακό, ίσα -ίσα στο δεύτερο μέρος η πλοκή πυκνώνει και επιταχύνεται, θυμίζοντας όλο και περισσότερο τη δομή ενός συμβατικού φιλμ νουάρ. Το δυνατό χαρτί της ταινίας, αν μη τι άλλο, είναι  αυτοί οι γοητευτικοί χαρακτήρες, οι ρομαντικοί παράνομοι, τα "κακά" παιδιά που όλοι θα θέλαμε, κατά βάθος, να είμαστε αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε. Όλοι αυτοί κινούνται μέσα στην ατμόσφαιρα που με μαεστρία ο Τριανταφυλλίδης και οι συνεργάτες του έχτισαν, με μια εξαιρετική κινηματογράφηση γνώριμων, περισσότερο ή λιγότερο, γωνιών της Αθήνας και με μια παλέτα από μουσικές που κινούνται από τραγούδια του μεσοπολέμου, μέχρι το ελληνικό new wave και τους Κόρε Υδρο, ως ένα αόρατο νήμα που συνδέει γενιές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.


Στον αντίποδα του "weird wave", ο Τριανταφυλλίδης έφτιαξε μια ταινία με κλασσικά κινηματογραφικά υλικά, με ένα δυνατό  πρωταγωνιστικό δίδυμο και με ένα στόρι φαινομενικά απλό, μέσα από το οποίο, όμως, προσπαθεί να "μιλήσει" για όλες τις αγωνίες που κατατρέχουν τους  ανθρώπους. Ακόμη και το θέμα της πίστης μπαίνει, όταν ο ένας από τους κατά τα άλλα "σκληρούς" της υπόθεσης, καταφεύγει σε μια εκκλησία με διάθεση να εξομολογηθεί, αν και την τελευταία στιγμή το μετανιώνει. Ολόκληρη η ταινία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο μελαγχολικό βλέμμα του σπουδαίου Τάκη Μόσχου, ο οποίος ενσαρκώνει τον μοναχικό, απομονωμένο στη βίλα του αστό που τα έχει όλα και τίποτα ταυτόχρονα και προσπαθεί διαρκώς να αντιπαλέψει τη ματαιότητα της ύπαρξης. Τόσο στην ταινία, όσο και στη ζωή, οι άνθρωποι και δη οι αισθηματίες δεν έχουν κάτι άλλο από το ρομαντισμό τους για να αντέξουν τη σκληρότητα του κόσμου στον οποίο είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρεθούν. 

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Songs to the siren


Aν οι άγγελοι είχαν φωνή και τραγουδούσαν, οι φωνές τους θα ηχούσαν κάπως σαν τον
Tim Buckley....          


                                       

       ή, πάλι, σαν τη φωνή της Elisabeth (Liz) Fraser...




                                         

       και ακόμη, ίσως, κάπως σαν τον Brendan Perry....



                                       

                                     
                                       
                           http://www.theguardian.com/music/2011/nov/17/song-to-the-siren-classic

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ντίνος Χριστιανόπουλος / Τρία ποιήματα



    


ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Σε γνώρισα στην Εκθεση, μέσα στα φώτα,
μέσα στον κόσμο, στο πολύ κολλητήρι,
κι αμέσως σου πρότεινα να πάμε σε καμιά ερημιά.

Μα εσύ είχες έρθει από το χωριό για διασκέδαση˙
έπρεπε να ανεβούμε στ'αυτοκινητάκια,
να πάρουμε παγωτό, να μπούμε στο σπίτι του τρόμου,
να σε κεράσω σάντουιτς και μάυρη μπύρα,
να σ'αγοράσω κανένα τσακμάκι για ενθύμιο.

Δε σκέφτηκα πως ήσουν μπουχτισμένος από ερημιές.


ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Τις νύχτες μες στο βρώμικο λιμάνι
σβήνει απ΄τα αυτιά μου η προδομένη μουσική.

Μα το απομεσήμερο, όταν σχολούνε τα παιδιά,
στήνω καρτέρι για τα πιο ωραία μάτια,
και τότε σβήνουν οι σκληρές φωνές εντός μου,
ξεχνώ τα ξένα γόνατα και τους αυχένες,
λιγότερο επικίνδυνη νιώθω τη μοναξιά μου
κι ακούω ξανά την προδομένη μουσική.


Η ΑΓΚΙΔΑ

Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε ;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δεν βγαίνει :
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.



( Από τη συλλογή "Ποιήματα", Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1985. Η φωτογραφία είναι του Ανδρεά Μπέλια)